vertically

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός vertically
συγκριτικός more vertically
υπερθετικός most vertically

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vertically < vertical + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

vertically (en)

  • κατακόρυφα
    ⮡  The towers of gothic cathedrals rise vertically.
    Οι πύργοι των γοτθικών ναών υψώνονται κατακόρυφα.