vertical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vertical < μέση γαλλική vertical < λατινική verticalis
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
vertical (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɛʁ.ti.kal/
- vertical
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vertical | verticaux |
θηλυκό | verticale | verticales |
vertical (fr)