verve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η ζωηρότητα, η ζωή, η ενέργεια, και ο ενθουσιασμός
- ↪ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive verve for his age.
- Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
- ↪ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive verve for his age.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
verve | verves |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]verve (fr) θηλυκό
- ο οίστρος
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]verve (eo)