verve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

verve (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωηρότητα, η ζωή, η ενέργεια, και ο ενθουσιασμός
    His movements, his look, and the way he spoke had an impressive verve for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
verve verves

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

verve (fr) θηλυκό



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

verve < → δείτε τις λέξεις vervo και -e

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈveɾ.ve/

Επίρρημα[επεξεργασία]

verve (eo)