visibly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός visibly
συγκριτικός more visibly
υπερθετικός most visibly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

visibly < visible + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

visibly (en)

  • εμφανώς
    visibly better/bigger/smaller - εμφανώς καλύτερος/μεγαλύτερος/μικρότερος
    He has visibly improved.
    Έχει εμφανώς βελτιωθεί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obviously

Πηγές[επεξεργασία]