obviously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | obviously |
συγκριτικός | more obviously |
υπερθετικός | most obviously |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]obviously (en)
- προφανώς
- ↪ Obviously you are not well-informed, that’s why you’re making these objections.
- Προφανώς δεν είσαι καλά ενημερωμένος, γι΄ αυτό προβάλλεις αυτές τις αντιρρήσεις.
- ↪ -“Was he unhappy with our decision?” -“Obviously (yes).”
- -«Τον δυσαρέστησε η απόφασή μας;» -«Προφανώς (ναι).»
- ↪ Obviously you are not well-informed, that’s why you’re making these objections.