flagrantly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | flagrantly |
συγκριτικός | more flagrantly |
υπερθετικός | most flagrantly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]- κραυγαλέα, κατάφωρα, με πολύ προφανή τρόπο και χωρίς να δείχνει κανέναν σεβασμό σε ανθρώπους, νόμους κτλ.