openly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | openly |
συγκριτικός | more openly |
υπερθετικός | most openly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
openly (en)
- ανοιχτά, απροκάλυπτα, χωρίς να κρύβονται συναισθήματα, απόψεις ή πληροφορίες