Μετάβαση στο περιεχόμενο

want

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
want wants

want (en)

ενεστώτας want
γ΄ ενικό ενεστώτα wants
αόριστος wanted
παθητική μετοχή wanted
ενεργητική μετοχή wanting

want (en)

  1. θέλω
      I want to see him.
    Θέλω να τον δω.
      I don’t want to bother her.
    Δε θέλω να την ενοχλήσω.
      I know what I want.
    Ξέρω τι θέλω.
      Do you want anything else?
    Θέλετε τίποτε άλλο;
      How do you want your coffee – sweet or medium?
    Πώς θέλεις τον καφέ σου – γλυκό ή μέτριο;
      I want a glass of cold water.
    Θέλω ένα ποτήρι κρύο νερό.
      She wants her son to become a businessman.
    Θέλει ο γιος της να γίνει επιχειρηματίας.
     συνώνυμα:  like και wish
  2. (μεταβατικό) ζητώ κάποιον για δουλειά
      Skilled staff are wanted for the staffing of an insurance company.
    Ζητείται ειδικευμένο προσωπικό για τη στελέχωση ασφαλιστικής εταιρείας.

Παράγωγα

[επεξεργασία]