weary
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- weary < αγγλοσαξονικά wēriġ
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]weary (en)
- αποκαμωμένος, κουρασμένος ψυχικά και σωματικά
- ⮡ A weary traveller knocked at the door. - Ένας αποκαμωμένος ταξιδιώτης χτύπησε στην πόρτα.
- που εκφράζει κούραση
- ⮡ He gave me a weary smile. - Μου απέδωσε ένα κουρασμένο χαμόγελο.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]weary (en)