Μετάβαση στο περιεχόμενο

weary

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: wary

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
weary < αγγλοσαξονικά wēriġ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈwɪəri/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

weary (en)

  1. αποκαμωμένος, κουρασμένος ψυχικά και σωματικά
      A weary traveller knocked at the door. - Ένας αποκαμωμένος ταξιδιώτης χτύπησε στην πόρτα.
  2. που εκφράζει κούραση
      He gave me a weary smile. - Μου απέδωσε ένα κουρασμένο χαμόγελο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

weary (en)

  1. κουράζω
  2. κουράζομαι