wysokość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wysokość | wysokości |
γενική | wysokości | wysokości |
δοτική | wysokości | wysokościom |
αιτιατική | wysokość | wysokości |
οργανική | wysokością | wysokościami |
τοπική | wysokości | wysokościach |
κλητική | wysokości | wysokości |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wysokość (pl) θηλυκό
- το ύψος