zdrobnienie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zdrobnienie zdrobnienia
γενική zdrobnienia zdrobnień
δοτική zdrobnieniu zdrobnieniom
αιτιατική zdrobnienie zdrobnienia
οργανική zdrobnieniem zdrobnieniami
τοπική zdrobnieniu zdrobnieniach
κλητική zdrobnienie zdrobnienia

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
zdrobnienie < zdrobnić

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zdrobnienie (pl) ουδέτερο

  1. (γραμματική) υποκοριστικό
    zdrobnieniem rzeczownika dom jest domek a rzeczownika lampa to lampka - το υποκοριστικό του ουσιαστικού σπίτι είναι σπιτάκι και του ουσιαστικού λάμπα είναι λαμπίτσα