ακούω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4: Γραμμή 4:


{{-ρημ-|el}}
{{-ρημ-|el}}
{{el-κλίσ-'ακούω'|ακού}}
{{el-κλίσ-'δροσίζω'|ακού}}
'''{{PAGENAME}}''' ''και'' [[ακούγω]]
'''{{PAGENAME}}''' ''και'' [[ακούγω]]
* (''αμετάβατο'') έχω την αίσθηση της [[ακοή]]ς
* (''αμετάβατο'') έχω την αίσθηση της [[ακοή]]ς

Αναθεώρηση της 16:20, 11 Φεβρουαρίου 2009

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω

Πρότυπο:-ρημ- Lua error in Module:el-verb-conj at line 587: attempt to concatenate field 'θ2' (a nil value). ακούω και ακούγω

  • (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
  • (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
-Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
  • δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
Ακούστε με, σας παρακαλώ!
Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
Αυτό το παιδί δεν με ακούει πια καθόλου.

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-