accent: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ps
ABC (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 26: Γραμμή 26:
# ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
# ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
# η [[προφορά]]
# η [[προφορά]]
#: ''l''''accent''' du Midi - η '''προφορά''' της Νότιας Γαλλίας''
#: ''l’'''accent''' du Midi - η '''προφορά''' της Νότιας Γαλλίας''
#: '''''accent''' national - εθνική '''προφορά'''''
#: '''''accent''' national - εθνική '''προφορά'''''
#: '''''accent''' anglais, italien - αγγλική, ιταλική '''προφορά'''''
#: '''''accent''' anglais, italien, espéranto - αγγλική, ιταλική, εσπεραντική '''προφορά'''''
# ο [[τόνος]]
# ο [[τόνος]]
#* {{μουσ|fr}} ο [[τονισμός]] ενός ιδιαίτερου μέρους μιας [[μελωδία]]ς μέσω της αύξησης της [[ένταση|ένταση]]ς ενός [[φθόγγος|φθόγγου]] ή της [[διάρκεια|διάρκειάς]] του
#* {{μουσ|fr}} ο [[τονισμός]] ενός ιδιαίτερου μέρους μιας [[μελωδία]]ς μέσω της αύξησης της [[ένταση|ένταση]]ς ενός [[φθόγγος|φθόγγου]] ή της [[διάρκεια|διάρκειάς]] του

Αναθεώρηση της 07:40, 30 Οκτωβρίου 2011

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

accent (en)

  1. o τόνος και το τονικό σημάδι στη γραφή
  2. η προφορά, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
  3. Πρότυπο:μουσ ο τονισμός ενός τμήματος του μέτρου ή ενός ιδιαίτερου μέρους μιας μελωδίας

Ρήμα

accent (en)

  1. τονίζω (υψώνω τον τόνο, δίνω έμφαση, βάζω το σημείο του τόνου σε μια λέξη που γράφω)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

accent < λατινικά accentus

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
accent accents

accent (fr) αρσενικό

  1. ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
  2. η προφορά
    l’accent du Midi - η προφορά της Νότιας Γαλλίας
    accent national - εθνική προφορά
    accent anglais, italien, espéranto - αγγλική, ιταλική, εσπεραντική προφορά
  3. ο τόνος

Συγγενικά

Δείτε επίσης