τσόλι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 53: | Γραμμή 53: | ||
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|мешковина}} |
|||
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 12:07, 7 Μαρτίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσόλι | τα | τσόλια |
γενική | του | τσολιού | των | τσολιών |
αιτιατική | το | τσόλι | τα | τσόλια |
κλητική | τσόλι | τσόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τσόλι < Πρότυπο:ετυμ tr çul (φόρεμα) < Πρότυπο:ετυμ fa جل (jull) < Πρότυπο:ετυμ ar جل (jull)
Ουσιαστικό
τσόλι ουδέτερο
- φτηνό ρούχο ή ύφασμα
- (μεταφορικά) άνθρωπος ανάξιος λόγου, χαμηλού ηθικού, πνευματικού, κοινωνικού επιπέδου
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τσολι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τσόλι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τσολι».