πολιτεία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 107: | Γραμμή 107: | ||
* {{ιων}}: [[πολιτηίη]] |
* {{ιων}}: [[πολιτηίη]] |
||
===={{αλλόγλωσσα}}==== |
|||
#αγγλικά [[police]] |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 09:26, 22 Μαρτίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολιτεία < αρχαία ελληνική πολιτεία
Ουσιαστικό
πολιτεία θηλυκό
- οι θεσμοί μιας χώρας που αυτή εποπτεύει ως η ενιαία έκφραση μιας οργανωμένης κοινότητας ανθρώπων
- το έδαφος, οι κάτοικοι και η πολιτική εξουσία μαζί συνιστώντας τις τρεις κυριαρχίες
- Συνώνυμα: κράτος
- το καθένα από τα ομόσπονδα κράτη που συγκροτούν τις ΗΠΑ
- ο τρόπος που έζησε κάποιος τη ζωή του, ο τρόπος συμπεριφοράς αυτού του ατόμου, η διαγωγή του
- ο βίος και η πολιτεία του τάδε
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πολιτεία θηλυκό
- η ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη, τα πολιτικά δικαιώματα
- ο βίος του πολίτη, η πολιτική ζωή
- ως σύνολο, το άθροισμα των πολιτών
- ο βίος και η πολιτεία ενός πολιτικού άνδρα, κυβέρνησης, διοίκησης
- (με περιληπτική σημασία) τα μέτρα της κυβέρνησης
- πολιτική συγκρότηση, σύσταση και σύνθεση ενός κράτους
- είδος πολιτεύματος
- δημοκρατία, κοινοπολιτεία
Άλλες μορφές
- αγγλικά police