σκλάβος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 79: Γραμμή 79:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
* {{fi}} : {{τ|fi|orja}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 08:17, 12 Απριλίου 2018

Δείτε επίσης: Σκλᾶβος

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

σκλάβος < μεσαιωνική ελληνική σκλᾶβος < Σκλᾶβος < πρωτοσλαβική *Slověninъ (το εθνικό όνομα απέκτησε τη σημασία του δούλου, επειδή ίσως πολλά άτομα σλαβικής καταγωγής πωλούνταν ως δούλοι)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

σκλάβος αρσενικό

  1. άτομο που έχει αιχμαλωτισθεί και χρησιμοποιείται για χειρωνακτικές, κυρίως, εργασίες
  2. ο υπόδουλος, αυτός που ζει υπό ξένη κυριαρχία
    για τέσσερις αιώνες ημασταν σκλάβοι των Τούρκων
  3. (μεταφορικά) ο εξαρτημένος από κάποιο πάθος ή κατάσταση

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις