μποέμ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ →‎{{μεταφράσεις}}: Μετάφραση στα αγγλικά προστέθηκε
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} -->
* {{en}} : {{τ|en|bohemian}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 19:54, 6 Ιανουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μποέμ < (άμεσο δάνειο) γαλλική bohème[1] < Bohême (Βοημία)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

μποέμ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • που ζει με τρόπο λιτό, αμέριμνο, αντισυμβατικό και σχεδόν άσωτο (χρησιμοποιείται συνήθως για καλλιτέχνες)
    Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. (*)

Συγγενικά

Σημειώσεις

<references>

Μεταφράσεις

  1. τσιγγάνος από τη Βοημία, με επέκταση σημασίας: αυτός που ζει, όπως οι τσιγγάνοι, περιπλανώμενος και ανέμελος