μποέμ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ →{{μεταφράσεις}}: Μετάφραση στα αγγλικά προστέθηκε Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
||
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|bohemian}} |
|||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 19:54, 6 Ιανουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μποέμ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που ζει με τρόπο λιτό, αμέριμνο, αντισυμβατικό και σχεδόν άσωτο (χρησιμοποιείται συνήθως για καλλιτέχνες)
Συγγενικά
Σημειώσεις
<references>
Μεταφράσεις
- ↑ τσιγγάνος από τη Βοημία, με επέκταση σημασίας: αυτός που ζει, όπως οι τσιγγάνοι, περιπλανώμενος και ανέμελος