προφύλαξη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'λύση'}}
{{el-κλίση-'λύση'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < προφύλαξις < {{αρχ}} [[προφυλάσσω]] < [[πρό]] + [[φυλάσσω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < προφύλαξις < {{αρχ}} [[προφυλάσσω]] < [[πρό]] + [[φυλάσσω]]

Αναθεώρηση της 11:30, 13 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}

Ετυμολογία

προφύλαξη < προφύλαξις < αρχαία ελληνική προφυλάσσω < πρό + φυλάσσω

Ουσιαστικό

προφύλαξη θηλυκό

  1. μέριμνα, φροντίδα, λήψη μέτρων για προστασία προτού συμβεί κάτι, προληπτικά
    Οι ηλικιωμένοι χρειάζονται προφύλαξη από το κρύο, γιατί τυχόν πνευμονία μπορεί να αποβεί μοιραία
  2. πρόχειρος τρόπος αναφοράς στα μέτρα αυτά καθαυτά που παίρνει κάποιος για να προφυλαχθεί
  3. μέσα αντισύλληψης και προστασίας από μολύνσεις κατά την συνουσία
    Πρέπει να παίρνεις προφυλάξεις παιδί μου όταν κάνεις σεξ


Μεταφράσεις