αντισύλληψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντισύλληψη | οι | αντισυλλήψεις |
γενική | της | αντισύλληψης | των | αντισυλλήψεων |
αιτιατική | την | αντισύλληψη | τις | αντισυλλήψεις |
κλητική | αντισύλληψη | αντισυλλήψεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντισύλληψη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντισύλληψη θηλυκό
- (ιατρική) μέθοδος που σκοπό έχει την παρεμπόδιση της εγκυμοσύνης
Συγγενικά
[επεξεργασία]μερική συνωνυμία
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντισύλληψη