λασπώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lemur12 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ →‎{{ρήμα|el}}: +και για τα μακαρόνια
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
#: ''πού '''λάσπωσες''' τα παπούτσια σου;''
#: ''πού '''λάσπωσες''' τα παπούτσια σου;''
# ηθική [[κηλίδωση]]/[[σπίλωση]]
# ηθική [[κηλίδωση]]/[[σπίλωση]]
# (στη μαγειρική) για συνήθως ζυμαρικά που κολλάνε μεταξύ τους λόγω μη ανακατέματος.
#: ''Ανακάτεψε τα μακαρόνια για να μην '''λασπώσουν'''.''



===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====

Αναθεώρηση της 18:55, 25 Νοεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λασπώνω < λάσπη + -ώνω

Ρήμα

λασπώνω, πρτ.: λάσπωνα, στ.μέλλ.: θα λασπώσω, αόρ.: λάσπωσα, παθ.φωνή: λασπώνομαι, μτχ.π.π.: λασπωμένος

  1. γεμίζωλερώνω) με λάσπες
    πού λάσπωσες τα παπούτσια σου;
  2. ηθική κηλίδωση/σπίλωση
  3. (στη μαγειρική) για συνήθως ζυμαρικά που κολλάνε μεταξύ τους λόγω μη ανακατέματος.
    Ανακάτεψε τα μακαρόνια για να μην λασπώσουν.


Κλίση

Μεταφράσεις