λασπώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ →{{ρήμα|el}}: +και για τα μακαρόνια |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
#: ''πού '''λάσπωσες''' τα παπούτσια σου;'' |
#: ''πού '''λάσπωσες''' τα παπούτσια σου;'' |
||
# ηθική [[κηλίδωση]]/[[σπίλωση]] |
# ηθική [[κηλίδωση]]/[[σπίλωση]] |
||
# (στη μαγειρική) για συνήθως ζυμαρικά που κολλάνε μεταξύ τους λόγω μη ανακατέματος. |
|||
#: ''Ανακάτεψε τα μακαρόνια για να μην '''λασπώσουν'''.'' |
|||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
Αναθεώρηση της 18:55, 25 Νοεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
λασπώνω, πρτ.: λάσπωνα, στ.μέλλ.: θα λασπώσω, αόρ.: λάσπωσα, παθ.φωνή: λασπώνομαι, μτχ.π.π.: λασπωμένος
- γεμίζω (ή λερώνω) με λάσπες
- πού λάσπωσες τα παπούτσια σου;
- ηθική κηλίδωση/σπίλωση
- (στη μαγειρική) για συνήθως ζυμαρικά που κολλάνε μεταξύ τους λόγω μη ανακατέματος.
- Ανακάτεψε τα μακαρόνια για να μην λασπώσουν.
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λασπώνω | λάσπωνα | θα λασπώνω | να λασπώνω | λασπώνοντας | |
β' ενικ. | λασπώνεις | λάσπωνες | θα λασπώνεις | να λασπώνεις | λάσπωνε | |
γ' ενικ. | λασπώνει | λάσπωνε | θα λασπώνει | να λασπώνει | ||
α' πληθ. | λασπώνουμε | λασπώναμε | θα λασπώνουμε | να λασπώνουμε | ||
β' πληθ. | λασπώνετε | λασπώνατε | θα λασπώνετε | να λασπώνετε | λασπώνετε | |
γ' πληθ. | λασπώνουν(ε) | λάσπωναν λασπώναν(ε) |
θα λασπώνουν(ε) | να λασπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λάσπωσα | θα λασπώσω | να λασπώσω | λασπώσει | ||
β' ενικ. | λάσπωσες | θα λασπώσεις | να λασπώσεις | λάσπωσε | ||
γ' ενικ. | λάσπωσε | θα λασπώσει | να λασπώσει | |||
α' πληθ. | λασπώσαμε | θα λασπώσουμε | να λασπώσουμε | |||
β' πληθ. | λασπώσατε | θα λασπώσετε | να λασπώσετε | λασπώστε | ||
γ' πληθ. | λάσπωσαν λασπώσαν(ε) |
θα λασπώσουν(ε) | να λασπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λασπώσει | είχα λασπώσει | θα έχω λασπώσει | να έχω λασπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λασπώσει | είχες λασπώσει | θα έχεις λασπώσει | να έχεις λασπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λασπώσει | είχε λασπώσει | θα έχει λασπώσει | να έχει λασπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λασπώσει | είχαμε λασπώσει | θα έχουμε λασπώσει | να έχουμε λασπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λασπώσει | είχατε λασπώσει | θα έχετε λασπώσει | να έχετε λασπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λασπώσει | είχαν λασπώσει | θα έχουν λασπώσει | να έχουν λασπώσει |
|
Μεταφράσεις
λασπώνω