finding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
finding | findings |
finding (en)
- (συνήθως πληθυντικός) το εύρημα, η διαπίστωση, το πόρισμα
- ↪ the findings of the Commission - τα ευρήματα/οι διαπιστώσεις/τα πορίσματα της εξεταστικής Επιτροπής
- (νομικός όρος) δικαστική απόφαση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
finding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του find