finding

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfaɪndɪŋ/ (βρετανικό)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
finding findings

finding (en)

  1. (συνήθως πληθυντικός) το εύρημα, η διαπίστωση, το πόρισμα
    the findings of the Commission - τα ευρήματα/οι διαπιστώσεις/τα πορίσματα της εξεταστικής Επιτροπής
  2. (νομικός όρος) δικαστική απόφαση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

finding (en)

Πηγές[επεξεργασία]