διαπίστωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπίστωση < διαπιστώνω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαπίστωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαπιστώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπίστωση