sole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

sole (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • μόνος
    the sole survivor - ο μόνος που επέζησε
    This is the sole reason.
    Αυτός είναι ο μόνος λόγος.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sole soles

sole (en)

  1. (ανατομία) το πέλμα
  2. (ψάρι) το επίπεδο ψάρι γλώσσα της οικογένειας Soleidae ή Pleuronectidae

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sole (fr) θηλυκό



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sole (it)