sole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sole (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- μόνος
- ↪ the sole survivor - ο μόνος που επέζησε
- ↪ This is the sole reason.
- Αυτός είναι ο μόνος λόγος.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sole | soles |
sole (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- sole (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- sole (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- sole (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 562. ISBN 9780194325684., λήμμα: μόνος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sole (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sole (it)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Ανατομία (αγγλικά)
- Ψάρια (αγγλικά)
- Ζώα (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ψάρια (γαλλικά)
- Ζώα (γαλλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)