αμπολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμπολή οι αμπολές
      γενική της αμπολής των αμπολών
    αιτιατική την αμπολή τις αμπολές
     κλητική αμπολή αμπολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπολή < μεσαιωνική ελληνική ἐμπολή < ελληνιστική κοινή ἐμβολή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμπολή θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) φράγμα σε αυλάκια για πότισμα που δημιουργείται για να μπορέσει να ανέβει το νερό ψηλότερα
  2. (λαϊκότροπο) αυλάκι για πότισμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]