αμπολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμπολή | οι | αμπολές |
γενική | της | αμπολής | των | αμπολών |
αιτιατική | την | αμπολή | τις | αμπολές |
κλητική | αμπολή | αμπολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπολή < μεσαιωνική ελληνική ἐμπολή < ελληνιστική κοινή ἐμβολή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμπολή θηλυκό
- (λαϊκότροπο) φράγμα σε αυλάκια για πότισμα που δημιουργείται για να μπορέσει να ανέβει το νερό ψηλότερα
- (λαϊκότροπο) αυλάκι για πότισμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπολή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)