άσοφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άσοφος | οι | άσοφοι |
γενική | του | άσοφου & ασόφου |
των | άσοφων & ασόφων |
αιτιατική | τον | άσοφο | τους | άσοφους & ασόφους |
κλητική | άσοφε | άσοφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άσοφος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
άσοφος
- αμαθής, απαίδευτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άσοφος
|