αγκομαχητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκομαχητό < αγκομαχώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκομαχητό ουδέτερο
- κοφτός ήχος που βγαίνει από μέσα μας, λαχάνιασμα ή βογκητό ή επιθανάτιος ρόγχος
- κατ' αναλογία, θόρυβος μιας μηχανής που ζορίζεται να κάνει κάτι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκομαχητό
|