αδενοκαρκίνωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδενοκαρκίνωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική adenocarcinoma
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδενοκαρκίνωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδενοκαρκίνωμα