αλευρογύρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλευρογύρισμα < αλευρογυρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευρογύρισμα ουδέτερο, πληθυντικός αλευρογυρίσματα
- η συνέπεια του αλευρογυρίζω
- αλεύρωμα
- η κύλιση στο χώμα
- η άσκοπη περιπλάνηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευρογύρισμα
|