αμφιταλαντεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμφιταλαντεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφιταλαντεύω (ισοζυγίζω) με σχηματισμό παθητικού τύπου (-ομαι) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vaciller) [1] Μορφολογικά αναλύεται σε αμφι- + ταλαντεύομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αμφιταλαντεύομαι, μτχ.π.ε.: αμφιταλαντευόμενος, π.αόρ.: αμφιταλαντεύτηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]