αναλαμπίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναλαμπίδα θηλυκό
- (έντομο) η πυγολαμπίδα
- μαγεύτηκε από το φως μιας αναλαμπίδας
αναλαμπίδα θηλυκό