ανασκάλεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασκάλεμα < ανασκαλεύω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανασκάλεμα ουδέτερο
- η ενέργεια τού ανασκαλεύω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ανασκαλεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασκάλεμα
|