αντισφαιρίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντισφαιρίστρια < αντισφαιρισ(τής) + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντισφαιρίστρια θηλυκό
- (αθλητισμός, επίσημο, επάγγελμα) θηλυκό του αντισφαιριστής, η τενίστρια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντισφαιρίστρια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)