απεμπολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεμπολή < (ελληνιστική κοινή) ἀπεμπολή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απεμπολή θηλυκό
Δείτε επίσης : ἀπεμπολή |
απεμπολή θηλυκό