απορριξιμιό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απορριξιμιό ουδέτερο
- (ιδιωματικό) που έχει απορριχθεί, που έχει απορριφθεί, απόβλητο
Παροιμίες[επεξεργασία]
- Απορριξιμιό καράβι κ' σ' αγαθό λιμνιώνα φθάνει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απορριξιμιό
|