αποτρελαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποτρελαίνω < απο- + τρελαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποτρελαίνω (παθητική φωνή: αποτρελαίνομαι)

  1. τρελαίνω τελείως
  2. (μεταφορικά) ενοχλώ κάποιον πολύ και τον εκνευρίζω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]