αρμάτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμάτωμα < αρματώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμάτωμα ουδέτερο
- εξοπλισμός
- (ειδ.) ο εφοδιασμός σκάφους με τα αναγκαία για το ταξίδι εξαρτήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμάτωμα
|