αρμάτωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμάτωμα τα αρματώματα
      γενική του αρματώματος των αρματωμάτων
    αιτιατική το αρμάτωμα τα αρματώματα
     κλητική αρμάτωμα αρματώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμάτωμα < αρματώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρμάτωμα ουδέτερο

  1. εξοπλισμός
  2. (ειδ.) ο εφοδιασμός σκάφους με τα αναγκαία για το ταξίδι εξαρτήματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]