ασεβώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσεβῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασεβώ < αρχαία ελληνική ἀσεβέω / ἀσεβῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.seˈvo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ασεβώ, πρτ.: ασεβούσα, στ.μέλλ.: θα ασεβήσω, αόρ.: ασέβησα, παθ.φωνή: -, μτχ.π.π.: -

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]