ασεβώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασεβώ < αρχαία ελληνική ἀσεβέω / ἀσεβῶ
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ασεβώ, πρτ.: ασεβούσα, στ.μέλλ.: θα ασεβήσω, αόρ.: ασέβησα, παθ.φωνή: -, μτχ.π.π.: -
- δείχνω ασέβεια, περιφρόνηση στα θεία ή σε καθετί σεβαστό
- όταν μιλάς έτσι, ασεβείς προς τους γονείς σου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασεβώ