αστοργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστοργία οι αστοργίες
      γενική της αστοργίας των αστοργιών
    αιτιατική την αστοργία τις αστοργίες
     κλητική αστοργία αστοργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστοργία < α- +στοργή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστοργία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]