αυτοτομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοτομία οι αυτοτομίες
      γενική της αυτοτομίας των αυτοτομιών
    αιτιατική την αυτοτομία τις αυτοτομίες
     κλητική αυτοτομία αυτοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοτομία < αυτο- + τομή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοτομία θηλυκό

  • (βιολογία), (ζωολογία): η συνειδητή απόρριψη μέρους του σώματος ενός οργανισμού έναντι επίθεσης ή κάποιου κινδύνου, όπως π.χ. συμβαίνει με την απόρριψη της ουράς της σαύρας.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]