αχινέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αχινέος | οι | αχινέοι |
γενική | του | αχινέου | των | αχινέων |
αιτιατική | τον | αχινέο | τους | αχινέους |
κλητική | αχινέε | αχινέοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχινέος < αχινός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχινέος αρσενικό
- (ζωολογία) άλλη μορφή του αχινός
- Πύργος ὁλοστρόγγυλος, κανόνια φορτωμένος (Ἀχινέος)
- (1871) <<νεοελληνικά ανάλεκτα, περιοδικώς εκδιδόμενα, δημώδη αινίγματα>> στη σελίδα 209, Φιλολογικός σύλλογος Παρνασού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχινέος
|