βοηλάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βοηλάτης οι βοηλάτες
      γενική του βοηλάτη των βοηλατών
    αιτιατική τον βοηλάτη τους βοηλάτες
     κλητική βοηλάτη βοηλάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βοηλάτης < αρχαία ελληνική βοηλάτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βοηλάτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]