βραδύνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βραδύνοια | οι | βραδύνοιες |
γενική | της | βραδύνοιας | των | βραδυνοιών |
αιτιατική | τη | βραδύνοια | τις | βραδύνοιες |
κλητική | βραδύνοια | βραδύνοιες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραδύνοια < (ελληνιστική κοινή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βραδύνοια θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραδύνοια
|