γκιόσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκιόσα οι γκιόσες
      γενική της γκιόσας
    αιτιατική την γκιόσα τις γκιόσες
     κλητική γκιόσα γκιόσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκιόσα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική ghes (μαύρη γίδα με καστανές ρίγες)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκιόσα θηλυκό

  1. μεγάλη σε ηλικία προβατίνα ή γίδα
  2. (μειωτικό) γυναίκα με γέρικη και άσχημη εμφάνιση
  3. προβατίνα ή γίδα που δεν μπορεί πια να γεννήσει
  4. κρέας προβατίνας ή γίδας που ψήνεται σε φούρνο κλειστό με πηλό για πολλές ώρες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]