γούπατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γούπατο τα γούπατα
      γενική του γούπατου των γούπατων
    αιτιατική το γούπατο τα γούπατα
     κλητική γούπατο γούπατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γούπατο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γούπατο ουδέτερο

  1. γούβα, βαθούλωμα
    Ριχμένο εκεί, κατά τις εκβολές του Πηνειού, στο γούπατο του πολύκαρπου κάμπου (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]