γούβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γούβα | οι | γούβες |
γενική | της | γούβας | των | (γουβών) |
αιτιατική | τη | γούβα | τις | γούβες |
κλητική | γούβα | γούβες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γούβα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική guvã < μεσαιωνική λατινική cova < λατινική cavea < cavus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k̂eu-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɣu.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γού‐βα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γούβα θηλυκό
- μικρή κοιλότητα στο έδαφος που συγκεντρώνει νερά
- τόπος σε κατώτερο από τους διπλανούς επίπεδο
- → πρβ. το τοπωνυμικό Γούβα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)