γρόσσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γρόσσα | οι | γρόσσες |
γενική | της | γρόσσας | των | γροσσών |
αιτιατική | τη | γρόσσα | τις | γρόσσες |
κλητική | γρόσσα | γρόσσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γρόσσα < (ορθογραφικό δάνειο) ιταλική grossa
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γρόσσα θηλυκό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του γκρόσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γρόσσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)