δίμιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίμιτο | τα | δίμιτα |
γενική | του | δίμιτου | των | δίμιτων |
αιτιατική | το | δίμιτο | τα | δίμιτα |
κλητική | δίμιτο | δίμιτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίμιτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίμιτο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) είδος βαμβακερού υφάσματος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίμιτο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.