διακοσαριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διακοσαριά | οι | διακοσαριές |
γενική | της | διακοσαριάς | των | διακοσαριών |
αιτιατική | τη | διακοσαριά | τις | διακοσαριές |
κλητική | διακοσαριά | διακοσαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακοσαριά θηλυκό
- ποσότητα περίπου διακοσίων στοιχείων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακοσαριά
|