δισεγγόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δισεγγόνι | τα | δισεγγόνια |
γενική | του | δισεγγονιού | των | δισεγγονιών |
αιτιατική | το | δισεγγόνι | τα | δισεγγόνια |
κλητική | δισεγγόνι | δισεγγόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δισεγγόνι < δισέγγον(ο) + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δισεγγόνι ουδέτερο
- (οικογένεια) άλλη μορφή του δισέγγονο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δισεγγόνι
→ δείτε τη λέξη δισέγγονο |
Πηγές[επεξεργασία]
- δισεγγόνι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)