δισέγγονο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðiˈseŋ.ɡo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐σέγ‐γο‐νο
- παλιότερος συλλαβισμός : δισ‐έγ‐γο‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δισέγγονο ουδέτερο
- (οικογένεια) το παιδί του εγγονού κάποιου
- άλλες μορφές: δισεγγόνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δισέγγονο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- δισέγγονο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας